ἀγαθότητα

ἀγαθότητα
ἀγαθότης
goodness
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγαθότητα — η (Α ἀγαθότης) [ἀγαθός] καλοσύνη νεοελλ. υπερβολική καλοσύνη που φτάνει μέχρι βλακείας, αφέλεια αρχ. «ἡ σὴ ἀγαθότης», ως προσφών. σεβασμού …   Dictionary of Greek

  • αγαθότητα — η η καλοσύνη: Ήταν η προσωποποίηση της αγαθότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • благость — БЛАГОСТ|Ь (120), И с. 1.Доброта, милосердие, милость: поне же слышимъ б҃а глагѡлюштѩ. ˫Ако ноуждьно ѥсть цр҃ствиѥ нб҃сьноѥ. и ноужьници въсхыщають ѥ. вѣроуѥмъ бл҃гости ѥго. Изб 1076, 219; о бл҃гости б҃жи˫а ѥже бо испьрва мѣсто назнаменавъ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αυτοαγαθός — αὐτοαγαθός, ή, όν (AM) 1. ο απόλυτα αγαθός, η ίδια η αγαθότητα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αυτοαγαθόν η απόλυτη αγαθότητα, η ιδέα του αγαθού …   Dictionary of Greek

  • υπεράγαθος — η, ο / ὑπεράγαθος, ον, ΝΜΑ [αγαθός] ο πάρα πολύ αγαθός, ο απόλυτα αγαθός (α. «ένας παππούς υπεράγαθος» β. «ἀγαθὸς καὶ πανάγαθος καὶ ὑπεράγαθος θεός, ὁ ὅλος ὢν ἀγαθότης», Ιωάνν. Δαμ.) μσν. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Ὑπεράγαθος·η Παναγία μσν. αρχ. το …   Dictionary of Greek

  • υπεραγαθότης — ητος, ἡ, ΜΑ [ὑπεράγαθος] πάρα πολύ μεγάλη αγαθότητα, υπέρμετρη αγαθότητα …   Dictionary of Greek

  • благостыни — БЛАГОСТЫН|И (85), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Доброта, милосердие, благосклонность: молю ти сѩ. ˫ако да възвеличаю и азъ. съ моученикома. исусе христе мъногоую твою благостыню. Стих 1156 1163, 104; о колико бл҃гостын˫а твоѥ˫а г҃и ˫ако показалъ ѥси такъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… …   Dictionary of Greek

  • αγαθοφυΐα — ἀγαθοφυΐα, η (Μ) [ἀγαθοφυής] η εκ φύσεως αγαθότητα …   Dictionary of Greek

  • ακαλοσύνευτος — η, ο [καλοσυνεύω] 1. ο χωρίς καλοσύνη, χωρίς αγαθότητα 2. αυτός που δεν κάνει καλοσύνες, δεν κάνει το καλό 3. που δεν φέρνει ευχαρίστηση «θάρθει και μέρα ακαλοσύνευτη» 4. (καιρός) που δεν βελτιώνεται, δεν γαληνεύει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”